- ὑπώμαιος
- ὑπώμ-αιος, ον, ([etym.] ὦμος)A under the shoulder, πόδες the forefeet, Arat.144, cf. 1115; -ώμαια, τά (sc. κρέα), SIG1025.53 (Cos, iv/iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπώμαιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ώμο 2. φρ. «ὑπώμαιος πούς» μπροστινό πόδι τετραπόδου (Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὦμος + κατάλ. αιος*] … Dictionary of Greek
ὑπωμαίοιο — ὑπώμαιος under the shoulder masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπωμαίων — ὑπώμαιος under the shoulder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)